διασῦραι

διασῦραι
διασύρω
tear in pieces
aor inf act

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • διασύραι — διασύ̱ραῑ , διασύρω tear in pieces aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διασύρω — (AM διασύρω) 1. ξεσχίζω, κομματιάζω 2. εξευτελίζω, διαπομπεύω νεοελλ. κακολογώ μσν. (αμτβ.) καθυστερώ, χρονοτριβώ αρχ. 1. παρασύρω 2. διασπείρω, διασκορπίζω, διαλύω («ὅρμησε σπεύδων καταταχῆσαι καὶ πτοήσας διασῡραι τὴν σύνοδον αὐτῶν») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”